- θεοκρατία
- Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα, είναι το πολιτικό εκείνο καθεστώς, στο οποίο η εξουσία προσδιορίζεται και νομιμοποιείται από μια ιερατική κάστα. Τυπικά παραδείγματα είναι τα αρχαία βασίλεια του Ιούδα, της Βαβυλωνίας και της Αιγύπτου και, αργότερα, η Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην οποία ο μονάρχης στεφόταν από τον πάπα. Μια άλλη μορφή θ. (ή καισαροπαπισμός) είναι το καθεστώς εκείνο, στο οποίο ο κοσμικός μονάρχης, υποστηρίζοντας ότι έχει την κοσμική εξουσία απευθείας από τον Θεό, αναλαμβάνει ταυτόχρονα και τη θρησκευτική εξουσία. Τέτοια παραδείγματα είναι η Κινεζική αυτοκρατορία, η παπική ηγεμονία, το Αραβικό χαλιφάτο, η Ιαπωνική αυτοκρατορία και η τσαρική Ρωσική αυτοκρατορία.
Μερικοί συγγραφείς περιορίζουν τον όρο θ. στο δεύτερο καθεστώς, γιατί ήταν το πιο μακροχρόνιο στην ιστορία. Σε αυτό το καθεστώς τα θρησκευτικά ζητήματα τα έχει αναλάβει το κράτος που συγκροτεί γι’ αυτό έναν ιδιαίτερο τομέα της διοίκησης, ο οποίος θέτει ταυτόχρονα στη διάθεση της πνευματικής εξουσίας τα μέσα εξαναγκασμού που είναι της αρμοδιότητας του κράτους. Μορφή θ. αποτελούν και ορισμένα σύγχρονα ισλαμικά κράτη, όπου η εξουσία ασκείται από τους θρησκευτικούς ηγέτες, με νόμο τη Σαρία.
Η αρχαία Αίγυπτος αποτελεί τυπικό παράδειγμα θεοκρατίας. Στη φωτογραφία, τοιχογραφία του ναού του Ρα-Χαράστε στη Νουβία, στην οποία η θεά Μουτ αγκαλιάζει τον Ραμσή Β’ ενώ τον υποδέχεται στο θεϊκό συμβούλιο.
* * *η (Α θεοκρατία) [θεοκρατής]νεοελλ.πολιτικό σύστημα κατά το οποίο υποτίθεται ότι άρχει ο ίδιος ο θεός με τους αντιπροσώπους του, οι οποίοι εφαρμόζουν τις εντολές τουαρχ.το κράτος, η εξουσία τού θεού.
Dictionary of Greek. 2013.